- ιδίωμα
- το (ΑΜ ἰδίωμα) [ιδιούμαι]1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα τής Ζακύνθου, το ιδίωμα τής Κέρκυρας κ.λπ.»)νεοελλ.έξη, συνήθεια («έχει πολύ κακά ιδιώματα»)μσν.1. φύση, υπόσταση («χωρίζεται ο Θεός εις τρία μέρη, διά μέσου τού χωρισμού... τών ιδιωμάτων τών τριών προσώπων»)2. όψη, φυσιογνωμία3. προσωπική περιουσία, ιδιοκτησία4. ιδιοσυγκρασίαμσν.-αρχ.ξεχωριστός, ιδιάζων, ασυνήθης τρόπος εκφράσεωςαρχ.1. θέμα, αντικείμενο («τὸ ἰδίωμα τῆς πραγματείας»)2. το ύφος («παιανικόν ιδίωμα»).
Dictionary of Greek. 2013.